καταλοχία

καταλοχία
καταλοχία και καταλόχεια και καταλογία (Α)
βλ. καταλοχισμός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καταλοχίαις — καταλοχία fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταλογία — Ονομασία η οποία κατά τη βυζαντινή περίοδο αποδιδόταν στα λαϊκά ερωτικά τραγούδια. Η ονομασία αυτή καταγράφεται και σε χειρόγραφο της εποχής (Καταλόγια στίχοι περί έρωτος και αγάπης), που δημοσιεύτηκε το 1913 με τον τίτλο Ερωτοπαίγνια. Η λέξη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”